«Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει»
(1ος Νόμος του Μέρφυ)
Θα ξεκινήσω την κατηγορία: "Ο νόμος του Μέρφυ του μήνα" με τον εξής νόμο: Η διπλανή ουρά κινείται πάντα πιο γρήγορα. Αν μετακινηθείς σ' αυτήν, θα κλείσει το ταμείο. (Etorre)
Λοιπόν, (δεν αρχίζουμε ποτέ με «Λοιπόν»), έβρεχε καταρρακτωδώς, και ήμουν στο αυτοκίνητο. Έπρεπε να πάω από τη Βιομηχανική στο κέντρο για δουλειά, δέκα λεπτά δρόμος, υπολόγιζα ότι με τη βροχή θα μου πάρει κανένα τέταρτο με εικοσάλεπτο. Βγαίνω στο δρόμο, και αρχίζει το πάρτυ. Λέω δε, να μην πάω από την Εθνική, γιατί δεν ξέρω ακόμη να οδηγώ καλά, και με συνθήκες κατακλυσμού, δεν ήθελα να βάλω κανένα Χριστιανό (ή και αλλόθρησκο, είμαι μεγάλη καρδιά) σε κίνδυνο. Είχε όμως τόση κίνηση, μόνο η Κιβωτός έλειπε από το δρόμο! Πήγα λοιπόν από την παραλία. Κίνηση και εκεί. Λέω να αλλάξω διαδρομή, να μπω από την πόλη, γιατί θυμήθηκα ότι έπρεπε να πάρω έναν φάκελο, και μπαίνω στην πόλη, αλλά άκρη-άκρη. Πανικοβλήθηκα. Αυτό που είδα, δεν φανταζόμουν ότι μπορεί να συμβεί στο Ηράκλειο. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα στην Αγίου Μηνά. Έβγαλα χειρόφρενο, και πάρκαρα στη μέση του δρόμου για ένα τέταρτο. Για το φάκελο, ούτε λόγος. Για το Γιόφυρο, ούτε για αστείο. Πήρα τα τηλέφωνά μου να μη με περιμένουν, και περίμενα να περάσει ο χαμός. Αλλά δεν περνούσε τίποτα. Ούτε εγώ.
Μπήκα από τα στενά να βγω στην Πλαστήρα, τι το ήθελα; Ο δρόμος ήταν σαν πίστα στο Nintendo. Level 1 στην Αγιου Μηνά, level 2 στην Πλαστήρα, για να πάω στο γραφείο από εκεί που ήμουν (εδώ και 45 λεπτά να σημειώσω), έπρεπε να περάσω το level 3. Την Τρικούπη. Χειρόφρενο στην Τρικούπη, άλλο ένα εικοσάλεπτο. Όταν έφτασα στο Καπετανάκειο, μετά από μιάμιση ώρα στο δρόμο (Βιομηχανική – Γραφείο είναι 10 λεπτά με κανονική κίνηση, ό,τι διαδρομή και να κάνεις), φρενάρει ο μπροστινός μου απότομα, και δοκιμάζω για πρώτη φορά αν δουλεύει το ABS (δουλεύει). Και αναφωνώ: Μα τι κωλόκαιρος είναι αυτός! Και απαντάω καπάκι : «Δεν είναι κωλόκαιρος, ρινόκερως είναι, ηλίθιε, τον κοιτάς ανάποδα!!!» (Αρκάς, Η ζωή μετά). Και (ευτυχώς) με πιάνουν τα γέλια.
Βάσει ενός ενδιάμεσου νόμου του Μέρφυ, όταν είσαι σε μια ουρά αυτοκινήτων και βλέπεις ότι η διπλανή κινείται γρηγορότερα, όταν αλλάξεις λωριδα, η δική σου κινείτα πιο γρήγορα και αυτή στην οποίαν ήσουν αρχίζει και κινέιται. Το ίδιο και στο σούπερ μάρκετ, που έχεις 10 πράγματα, όταν φτάνεις στο ταμείο εξπρές κλείνουν όλα μαζί, ή μένει ένα στο οποίο θα δουλεύει ο μεγαλύτερος στόκος του κόσμου, η εκδίκηση του Θεού στην ανθρωπότητα και στο μόνο ελεύθερο ταμείο δίπλα σου, υπάρχει ένας τύπος με τρία καρότσια πράγματα (πού θα τα βάλει, τι οδηγεί, τριαξονικό γα** τα πριζουνίκ μου;;; ). Αυτό ακριβώς έπαθα κι εγώ. Όποτε άλλαζα διαδρομή ή λωρίδα, αυτή που επέλεγα ήταν χειρότερη από την προηγούμενη.
Το είχε πει ο Μέρφυ, δεν τον άκουσα: Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά θα πάει. Δεν θα πας στο ραντεβού, δεν θα πάρεις το φάκελο, δεν θα κάνεις δουλειά σήμερα, και θα σου σπάσω και τα νεύρα. Έτσι, επειδή μπορώ. Αφού σκεφτόμουν ότι «κάποιος πρέπει να γελάει πολύ μαζί μου σήμερα», πώς μου ήρθε ο Αρκάς και κατάφερα και γέλασα και μου έφυγε η ένταση, ένας Θεός ξέρει. Ένας μπαγάσας Θεός.
Ωστόσο φθηνά τη γλίτωσα. Μιάμιση ώρα καθυστερηση, χαμένος χρόνος από τη ζωή μου και τις Pure Moments μου, και δεν έκανα και δουλειά είναι μικρή απώλεια. Γιατί θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Όπως λέει ο Τελευταίος Νόμος του Μέρφυ,
«Όταν κάτι μπορούσε να πάει στραβά και τελικά δεν πήγε, στο τέλος θα εύχεσαι να έιχε πάει.»
Οπότε, πάλι καλά...
Θα ξεκινήσω την κατηγορία: "Ο νόμος του Μέρφυ του μήνα" με τον εξής νόμο: Η διπλανή ουρά κινείται πάντα πιο γρήγορα. Αν μετακινηθείς σ' αυτήν, θα κλείσει το ταμείο. (Etorre)
Λοιπόν, (δεν αρχίζουμε ποτέ με «Λοιπόν»), έβρεχε καταρρακτωδώς, και ήμουν στο αυτοκίνητο. Έπρεπε να πάω από τη Βιομηχανική στο κέντρο για δουλειά, δέκα λεπτά δρόμος, υπολόγιζα ότι με τη βροχή θα μου πάρει κανένα τέταρτο με εικοσάλεπτο. Βγαίνω στο δρόμο, και αρχίζει το πάρτυ. Λέω δε, να μην πάω από την Εθνική, γιατί δεν ξέρω ακόμη να οδηγώ καλά, και με συνθήκες κατακλυσμού, δεν ήθελα να βάλω κανένα Χριστιανό (ή και αλλόθρησκο, είμαι μεγάλη καρδιά) σε κίνδυνο. Είχε όμως τόση κίνηση, μόνο η Κιβωτός έλειπε από το δρόμο! Πήγα λοιπόν από την παραλία. Κίνηση και εκεί. Λέω να αλλάξω διαδρομή, να μπω από την πόλη, γιατί θυμήθηκα ότι έπρεπε να πάρω έναν φάκελο, και μπαίνω στην πόλη, αλλά άκρη-άκρη. Πανικοβλήθηκα. Αυτό που είδα, δεν φανταζόμουν ότι μπορεί να συμβεί στο Ηράκλειο. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα στην Αγίου Μηνά. Έβγαλα χειρόφρενο, και πάρκαρα στη μέση του δρόμου για ένα τέταρτο. Για το φάκελο, ούτε λόγος. Για το Γιόφυρο, ούτε για αστείο. Πήρα τα τηλέφωνά μου να μη με περιμένουν, και περίμενα να περάσει ο χαμός. Αλλά δεν περνούσε τίποτα. Ούτε εγώ.
Μπήκα από τα στενά να βγω στην Πλαστήρα, τι το ήθελα; Ο δρόμος ήταν σαν πίστα στο Nintendo. Level 1 στην Αγιου Μηνά, level 2 στην Πλαστήρα, για να πάω στο γραφείο από εκεί που ήμουν (εδώ και 45 λεπτά να σημειώσω), έπρεπε να περάσω το level 3. Την Τρικούπη. Χειρόφρενο στην Τρικούπη, άλλο ένα εικοσάλεπτο. Όταν έφτασα στο Καπετανάκειο, μετά από μιάμιση ώρα στο δρόμο (Βιομηχανική – Γραφείο είναι 10 λεπτά με κανονική κίνηση, ό,τι διαδρομή και να κάνεις), φρενάρει ο μπροστινός μου απότομα, και δοκιμάζω για πρώτη φορά αν δουλεύει το ABS (δουλεύει). Και αναφωνώ: Μα τι κωλόκαιρος είναι αυτός! Και απαντάω καπάκι : «Δεν είναι κωλόκαιρος, ρινόκερως είναι, ηλίθιε, τον κοιτάς ανάποδα!!!» (Αρκάς, Η ζωή μετά). Και (ευτυχώς) με πιάνουν τα γέλια.
Βάσει ενός ενδιάμεσου νόμου του Μέρφυ, όταν είσαι σε μια ουρά αυτοκινήτων και βλέπεις ότι η διπλανή κινείται γρηγορότερα, όταν αλλάξεις λωριδα, η δική σου κινείτα πιο γρήγορα και αυτή στην οποίαν ήσουν αρχίζει και κινέιται. Το ίδιο και στο σούπερ μάρκετ, που έχεις 10 πράγματα, όταν φτάνεις στο ταμείο εξπρές κλείνουν όλα μαζί, ή μένει ένα στο οποίο θα δουλεύει ο μεγαλύτερος στόκος του κόσμου, η εκδίκηση του Θεού στην ανθρωπότητα και στο μόνο ελεύθερο ταμείο δίπλα σου, υπάρχει ένας τύπος με τρία καρότσια πράγματα (πού θα τα βάλει, τι οδηγεί, τριαξονικό γα** τα πριζουνίκ μου;;; ). Αυτό ακριβώς έπαθα κι εγώ. Όποτε άλλαζα διαδρομή ή λωρίδα, αυτή που επέλεγα ήταν χειρότερη από την προηγούμενη.
Το είχε πει ο Μέρφυ, δεν τον άκουσα: Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά θα πάει. Δεν θα πας στο ραντεβού, δεν θα πάρεις το φάκελο, δεν θα κάνεις δουλειά σήμερα, και θα σου σπάσω και τα νεύρα. Έτσι, επειδή μπορώ. Αφού σκεφτόμουν ότι «κάποιος πρέπει να γελάει πολύ μαζί μου σήμερα», πώς μου ήρθε ο Αρκάς και κατάφερα και γέλασα και μου έφυγε η ένταση, ένας Θεός ξέρει. Ένας μπαγάσας Θεός.
Ωστόσο φθηνά τη γλίτωσα. Μιάμιση ώρα καθυστερηση, χαμένος χρόνος από τη ζωή μου και τις Pure Moments μου, και δεν έκανα και δουλειά είναι μικρή απώλεια. Γιατί θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Όπως λέει ο Τελευταίος Νόμος του Μέρφυ,
«Όταν κάτι μπορούσε να πάει στραβά και τελικά δεν πήγε, στο τέλος θα εύχεσαι να έιχε πάει.»
Οπότε, πάλι καλά...
Σε 3 λέξεις:γρήγορο, έντονο και παραστατικό (ΤΠΥ 1983)!
Ο Ε*** είχε τη βάση του κάπου στην κηπούπολη κι ο Ρ***, λίγο πιο νότια, στη φορτέτσα. Ήταν σούρουπο, γύρω στις επτά. Η στάνταρ ώρα, για την στάνταρ συνάντηση, χωρίς στάνταρ λόγο και σε όχι στάνταρ σημείο. Ο Ε*** γύριζε απ’το παν/μιο και ανηφόριζε προς το σπίτι του Ρ***. Είχε συννεφιά από το πρωί και έριχνε κάτι ψιχάλες σε συγκεκριμενα (τονίζω το συγκεκριμενα ; ) χρονικά σημεία της μέρας. Ποια ήταν αυτά; Μα φυσικά οι στιγμές που είτε ο Ε*** είτε ο Ρ*** εξέθεταν τον εαυτό τους στον συννεφιασμένο ουρανό.
Κάπου εδώ χτυπάει το κουδούνι του Ρ***. Ανοίγει κάνοντας ένα σλάλομ ανάμεσα από είδη ένδυσης και υπόδησης που στέγνωναν οπουδήποτε μπορεί να τοποθετήσει κανείς κάτι για να στεγνώσει.
-Πάμε να πάρουμε τα απαραίτητα και να δούμε καμιά ταινία; Είπε ο Ε***.
-Μα, ψιχαλίζει…
-Από πότε μια ψιχάλα (ή πολλές μαζί…) μπορεί να στηθεί εμπόδιο για μπύρες, σουβλάκια και ταινία; Ξαναρώτησε ο Ε***. Είχε δίκιο. Από πότε; Ο Ρ*** φόρεσε ένα φούτερ που είχε σχεδόν στεγνώσει από την αριστερή πλευρά και μια ζακέτα που είχε σχεδόν στεγνώσει από τη δεξιά. Ήταν στεγνά, θέμα τοποθέτησης απέναντι από το καλοριφέρ. Το μπουφάν ήταν ακόμη, σχεδόν μούσκεμα.
Με την ψιχάλα να υποχωρεί ενάντια στην αποφασιστικότητα τους, οι δυο ήρωες κατηφόριζαν προς το ντιβιντάδικο (video club). Η παραλαβή των μπυρών θα γινόταν από το απέναντι ψιλικατζίδικο κατά την επιστροφή. Τα σουβλάκια θα έρχονταν σπίτι κατόπιν ειδικής παραγγελίας σε ειδικό κατάστημα παρασκευής σουβλακειών. Όλα πήγαιναν καλά. Είχε περάσει κανα σαραντάλεπτο και η διαλογή ταινιών είχε ολοκληρωθεί. Ο δρόμος της επιστροφής φαινόταν εξαιρετικά εύκολος και αδιάβροχος. Ύποπτο. Γιατί ο ουρανός ήταν μπαρουτοκαπνισμένος και μάλλον σκεφτόταν τι να κάνει με το ζήτημα βροχή. Κάτι που δεν το έκανε ένας κατά τα άλλα ευσυνείδητος οδηγός αυτοκινήτου. Μη σκεπτόμενος γενικά, αποφάσισε να πατήσει το γκάζι και να τους εκτοξεύσει ένα κύμα νερού και χώματος μαζί. Το μείγμα, τους χτύπησε από τα αριστερά. Σταμάτησαν και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο Ε*** τραυματίστηκε ελαφρά καθώς περπατούσε από τη μέσα πλευρά. Ο Ρ*** χτυπήθηκε σοβαρά από την αριστερή πλευρά. Σκασίλα του! Η ζακέτα ήταν στεγνή μόνο από τα δεξιά. Απλά τώρα είχε ένα πιο καφέ χρώμα και ασορτί παντελόνι.
Χαμογέλασαν και έριξαν το βλέμμα τους στον ουρανό. Σα να τον προκαλούσαν. Σιγά μη δε δεχόταν την πρόκληση κι αυτός…Στην αρχή φάνηκαν κανα δυο λάμψεις και πολύ γρήγορα ακουστήκαν και οι αντίστοιχοι ήχοι. Σε δευτερόλεπτα, είχε ανοίξει στα δυο. Μιλάμε για κατακλυσμό…Ήταν τρομερά αστείο. Συνέχισαν το δρόμο προς την επόμενη στάση τους, στο ΄΄ ψιλικά-τσιγάρα : ο ανώνυμος ΄΄ χωρίς να μιλάνε. Με το χαμόγελο εκεί. Όχι ειρωνικό, κανονικό, χαρούμενοι. Αφού είπαμε, ήταν αστείο. Ο ουρανός συνέχιζε τη δουλειά του (καρεκλοπόδαρα) κι αυτοί τη δικιά τους (μπύρες, ταινίες, σουβλάκια).
Προσπέρασαν και το ψιλικατζίδικο. Άφησαν στο σαστισμένο καταστηματάρχη το αντίτιμο για τα ψώνια τους και ένα ζωγραφισμένο με καφέ μείγμα διάδρομο. Πέρασαν απέναντι το ποτάμι που κάποτε ήταν δρόμος και ανέβηκαν τη σκάλα για να φτάσουν στην εξώπορτα. Ο Ρ***, αφού έψαξε για το κλειδί, πρόταξε το χέρι του κοιτώντας τον ουρανό με σοβαρό, κριτικό ύφος. Αυτός εκεί, καρεκλοπόδαρα. Ο Ε***, εξίσου σοβαρός και σοφιστικός, έκανε την ίδια κίνηση κοιτώντας κι αυτός προς τα πάνω. Η ατάκα ήταν σίγουρη…
-Χμμ, το πάει για βροχή…
-Εεεμ…ναι! Συμφωνώ, θα βρέξει…
Μπήκαν μέσα κρατώντας τα στομάχια τους. Σταμάτησαν να γελάνε μισή ώρα μετά που ήρθε ο τύπος με τα σουβλάκια. Στεγνός, γιατί η καταιγίδα σταμάτησε κανα τέταρτο αφού μπήκαν σπίτι. Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, ας πάει. Αφού, πάντα μπορείς να έχεις μια καλή νύχτα κι ένα καλό ριφέρ.
Βέβαια αν ο Μέρφυ ήταν Ηρακλ*** θα έλεγε πως κάθε φορά που διασχίζεις την Καλοκαιρινού με πιρόγα θα πέφτεις σε ύφαλο.
Εθνική οδός, κόμβος Παπαναστασίου, ώρα 9:15. Βρίσκομαι στην τρίτη λωρίδα από την κεντρική μπάρα, η οποία λωρίδα διώχνει ένα αυτοκίνητο κάθε 2-3 λεπτά! Βρίσκω ένα κενό και αποφασίζω αν μεταβώ στη 2η, η οποία κινείται σαφώς πιο γρήγορα! Κάπου 1 αυτοκίνητο κάθε 30 δεύτερα. Τη συνέχεια την ξέρετε. Η λωρίδα μου σταμάτησε και η "πρώην" μου πήρε τα πάνω της. Με πέρασαν αυτοκίνητα που ήταν 50 μέτρα πίσω. Όχι τίποτα άλλο, αλλά πήρα και στο λαιμό μου ΟΛΗ τη 2η λωρίδα! ο γρουσούζης!!!