Gin Tonic VS Dry Martini

γράφει ο/η/το marulaki
ανήκει στην κατηγορία:

(ή Για να συνεχίσουμε το tribute στον Lewis Carroll, “Through the looking glass”)


Εγώ βέβαια, δεν πίνω gin tonic, αλλά μάλλον gin toxic, γιατί κάθε φορά που πηγαίνω στο σπίτι μετά από μια έξοδο με τους φίλους μου που πλακώνουν το τζιν σαν να είναι Gatorade, δεν αισθάνομαι και πολύ καλά… Βουίζω… Άσε που τελευταία το είχαμε ρίξει στα Dry Martini (stirred, not shaken) και ένιωθα σαν τη Ντένη Μαρκορά (δόλια μάνα νεκρού γιου) που παράγγελνε «Δύο Dry, εσείς τι θα πιείτε;». Ωστόσο, πίνουμε μαρτίνι, μήπως και βρούμε λίγο τα λογικά μας, και μπορέσουμε να ξεδιαλύνουμε αυτό το πυκνό και σκοτεινό μυστήριο γύρω από την υπόθεση: «Σάββατο Βράδυ» (κωδικό όνομα «Λεπτή Κόκκινη Γραμμή») όταν είμαστε ήδη εκεί και όχι την επομένη που πάμε για καφέ στο “Central” με εφημερίδες από τις οποίες διαβάζουμε μόνο το πρόγραμμα της τηλεόρασης και ξεφυλλίζουμε τα περιοδικά (Κώστα, αν βάλεις αστεράκια στα ονόματα, θα σε σκίσω, δεν μιλάμε με αστεράκια πια… Είναι μπανάλ). Και λοιπόν, πήρα το Μαρτίνι μου...


Through the looking glass. Μέσα από το μαρτίνι, κάπου γράφει ο αγαπημένος μου συγγραφέας, τα πάντα διαθλώνται σαν μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Βρήκα κι εγώ την ησυχία μου. Τα κοράκια λείπουν, κι εγώ ψάχνω στα κουφάρια που μου άφησαν να βρω κάτι χρήσιμο. Όπου υπάρχει πόλεμος, υπάρχει πλούτος. Κρύβεται στις τσέπες των πτωμάτων. Στο ξεπούλημα της πατρικής περιουσίας και της δουλειάς των παιδιών. Κρύβεται στα τυφλά ντουλάπια των σπιτιών, στα συντρίμμια της μνήμης μιας πόλης που δεν υπάρχει πια. Μιας πόλης που είναι η σκιά του εαυτού της.

Τι κι αν κάνεις ανακαίνιση στα παλιά σπίτια της, οι ιδιοκτήτες έφυγαν, ο αρχιτέκτονας μαράζωσε από την παραγνώριση, μπετά και σίδερα στα ψηφιδωτά του Ηρακλείου καρφωμένα, κοιτάνε με τυφλές κορυφές τον ουρανό σαν σκουριασμένα αλεξικέραυνα. Αφότου έγινε ο σεισμός, η παλιά εκκλησία της γειτονιάς έγινε η καινούρια εκκλησία του βουλεβάρτου, την πόρτα της την περνάνε κλέφτες, χαφιέδες και κοστούμια. Η άγνοια καρφώνει πανώ επάνω της, τα παιδιά χαράζουν συνθήματα. Τα κελιά των μοναχών δόθηκαν ανταλλάξιμα και έγιναν πολυκατοικίες αστυφιλικές, συφιλικές, άχρηστες, χωρίς μπαλκόνια, χωρίς παράθυρα, χωρίς αέρα, χωρίς ουρανό. Ποιος τον χρειάζεται; Κανείς δεν κοιτάει ψηλά εδώ πέρα πια. Όλοι μας κοιτάζουμε τα παλιά χαλάσματα. Χαμηλά. Τα πόδια μας. Και την άσφαλτο.

Ίσως έτσι έπρεπε να είναι.

Ίσως στην παλιά πόρτα να πρέπει να χαραχτούν καινούρια αρχικά, καινούρια συνθήματα, καινούριοι στόχοι, ίσως να ήταν γραφτό να γίνει ο σεισμός, να γκρεμιστεί η πόλη, να φύγει η κατάρα από πάνω μας. Να χτίσουμε καινούρια σπίτια. Καινούριες ζωές. Μακριά από το σκούρο παρελθόν, από τα σκοτεινά χαλάσματα που θυμίζουν χαμένες πατρίδες και δόξες που ίσως δεν θα ξαναέρθουν. Ίσως ένας κόσμος που γκρεμίζει, να γκρεμίζει με την ελπίδα να ξεκινήσει από την αρχή. Μια πόλη που απαρνείται τον εαυτό της, να παλεύει στην πραγματικότητα για να τον βρει.

Μπήκα στο αυτοκίνητο. Πήρα τον δρόμο σου και είδα. Στο τέλος της Εθνικής Οδού βρίσκεται αυτό που ψάχναμε από καιρό. Εκεί που αν σηκώσεις λίγο το κεφάλι σου, μπορείς να δεις την άκρη από το κεφάλι της καμηλοπάρδαλης στην Αφρική, την κορφή από έναν κέδρο του Λιβάνου. Εκεί που αν με κοιτάξεις μες στα μάτια, κάτω απ’τον ήλιο, μπορεί να καταλάβεις και τι χρώμα έχουν. Εκεί που αν χαμηλώσεις λίγο το κεφάλι θα βουτήξεις σε αρχαίες πόλεις (ευκαιρία για ληστείες και μπετόβεργες στο κέντρο του Ηρακλείου), θα ταξιδέψεις σε μιαν άλλην εποχή. Καθρεφτίζομαι μέσα στο νερό σαν το Νάρκισσο. Through the looking glass.


Have a nice weekend ή have a nice weak end, έτσι. Χωρίς σημείο στίξης


2 σχόλια...

  1. Ανώνυμος 18/11/08 23:16
    oi skepseis sou xarazoun sa kristalo sto giali
  2. Ανώνυμος 16/1/09 03:01
    "Κανείς δεν κοιτάει ψηλά εδώ πέρα πια. Όλοι μας κοιτάζουμε τα παλιά χαλάσματα. Χαμηλά. Τα πόδια μας. Και την άσφαλτο."

    Σπουδαίο Μαράκι, απλά σπουδαίο... Το κρατάω αυτό...

Σχολίασε!!!